- πλουτοδότης
- πλουτοδότηςgiver of richesmasc nom sgπλουτοδοτέωenrichimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλουτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά αρχ. 1. προσωνυμία τού Διονύσου 2. προσωνυμία τού Διός 3. προσωνυμία τού ΗλίουΣαράπιδος 4. προσωνυμία τού Πλούτωνος 5. (και στον τ. πλουτοδώτης)… … Dictionary of Greek
πλουτοδότης — ο θηλ. τρα αυτός που δίνει πλούτη, πλούσια αγαθά: Η πλουτοδότρα κόρη του Δία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουτοδόται — πλουτοδότης giver of riches masc nom/voc pl πλουτοδότᾱͅ , πλουτοδότης giver of riches masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτοδοτῆρα — πλουτοδότης giver of riches masc acc sg πλουτοδοτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτοδοτῶν — πλουτοδότης giver of riches masc gen pl πλουτοδοτέω enrich pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτοδότην — πλουτοδότης giver of riches masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτοδότου — πλουτοδότης giver of riches masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτοδότῃ — πλουτοδότης giver of riches masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτοδότα — πλουτοδότᾱ , πλουτοδότης giver of riches masc nom/voc/acc dual πλουτοδότης giver of riches masc voc sg πλουτοδότᾱ , πλουτοδότης giver of riches masc gen sg (doric aeolic) πλουτοδότης giver of riches masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτοδότας — πλουτοδότᾱς , πλουτοδότης giver of riches masc acc pl πλουτοδότᾱς , πλουτοδότης giver of riches masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)